- ετοιμόγεννος
- -η, -ογια ζώα θηλυκά και γυναίκες, αυτός που πλησιάζει να γεννήσει, επίτοκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ετοιμόγεννος — και τοιμόγεννος, η, ο (Μ ἑτοιμόγεννος, η, ον) (για γυναίκες και θηλ. ζώα) η έτοιμη να γεννήσει, η επίτοκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + γεννος (< γέννα), πρβλ. καλό γεννος] … Dictionary of Greek
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
επίτοκος — η, ο (για θηλυκά ζώα και γυναίκες), που πρόκειται να γεννήσει σε λίγο, ετοιμόγεννος, στο μήνα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)